- ἀθαλάττωτος
- ἀθαλάσσωτοςunused to the seamasc/fem nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθαλάσσωτος — η, ο (Α αθαλάσσωτος, ον και ἀθαλάττωτος, ον) [θαλασσώνω] 1. ασυνήθιστος στη θάλασσα, μη θαλασσινός, στεριανός 2. αυτός που δεν περιέχει θαλασσινό νερό νεοελλ. 1. αυτός που δεν ρίχτηκε, που δεν έπεσε στη θάλασσα, δεν βράχηκε από θάλασσα 2. αυτός… … Dictionary of Greek